προχρονολόγηση

προχρονολόγηση
η, Ν
χρονολόγηση που δείχνει χρόνο προγενέστερο τού πραγματικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προχρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. προχρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προχρονολόγηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προχρονολογώ, η αναγραφή ημερομηνίας πριν από την κανονική: Η προχρονολόγηση εγγράφου είναι πράξη παράνομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”